ἰσοκαπιτώλιος

ἰσοκαπιτώλιος
ἰσο-κᾰπῐτώλιος, ον,
A ranking with the

Καπιτώλια, ἀγών BGU1074.16

(iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισοκαπιτώλιος — ἰσοκαπιτώλιος, ον (Α) πάπ. (για αγώνες) ισάξιος ή ισότιμος με τα Καπιτώλ(ε)ια, τους αγώνες που γίνονταν στη Ρώμη προς τιμήν τού Διός Καπιτωλί(ν)ου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + Καπιτώλιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”